Ευάνθης Χατζηβασιλείου
Η ΠΕΑΝ, ο Δημήτρης Λόης και ο αγώνας της ελευθερίας (1940-1942)
Ο νέος άνθρωπος στην Ελλάδα του 1941 βρισκόταν σε μια περίεργη θέση. Ήταν μέλος ενός μικρού έθνους, που είχε, πρόσφατα, γνωρίσει το μεγαλύτερο τραύμα της τρισχιλιετούς ιστορίας του με τη Μικρασιατική Καταστροφή. Είχε μεγαλώσει μέσα στην κοινωνική φρίκη της μικρασιατικής προσφυγιάς, σε ένα κράτος που είχε χρεωκοπήσει το 1932, και είχε γνωρίσει από το 1936 τη δικτατορία. Αλλά είχε βιώσει, επίσης, την ανάταση του έπους της Αλβανίας το 1940 και το μεγαλείο της απελπισμένης αλλά γενναίας αντίστασης στη γερμανική εισβολή το 1941. Παρά την κατάληψη της Ελλάδας, τελικά, από τους Γερμανούς, ο πόλεμος εκείνος δεν εσωτερικεύθηκε στις νέες γενιές ως μια αποτυχία. Αντίθετα, ακόμη και η πτώση της χώρας – αλλά μετά από έναν αγώνα πραγματικά ηρωικό – αποκάλυπτε μια ηθική υπεροχή απέναντι στις δυνάμεις της βίας και του φασισμού. Το «πνεύμα της Αλβανίας» εμπότισε την νέα γενιά του 1941, που αισθανόταν την ανάγκη να συνεχίσει τον αγώνα, τόσο για την υπεράσπιση του έθνους όσο και για την προστασία αρχών πανανθρώπινων.
Παράλληλα, η καθημερινότητα των νέων ανθρώπων της κατοχικής Αθήνας ήταν τραγική. Ζούσαν σε μια πόλη που ελεγχόταν από ξένους στρατούς, και η ανάγκη αντίδρασης στην παρουσία της ξένης στρατιωτικής στολής αποτέλεσε ένα από τα βασικά κίνητρα για την κινητοποίησή τους, όπως φαίνεται σε όλες τις μαρτυρίες τους, γραπτές και προφορικές. Στερούνταν τα βασικά αγαθά τα απαραίτητα για την επιβίωση, σε μια πόλη που βίωνε τους θανάτους από πείνα… Οι περιγραφές τους για τους νεκρούς από πείνα που έβλεπαν κάθε μέρα, όταν πήγαιναν στο σχολείο ή στο Πανεπιστήμιο, μιλούν από μόνες τους. Όλα τούτα, μαζί με την αίσθηση ότι έπρεπε τώρα οι ίδιοι να υπερασπιστούν αυτό το κράτος – αυτή την πατρίδα – που είχε καταληφθεί, τους ωθούσαν προς την αντιστασιακή δράση, η οποία μπορούσε να πάρει διάφορες μορφές.
Η νέα οργάνωση, η Πανελλήνιος Ένωσις Αγωνιζομένων Νέων (ΠΕΑΝ), ιδρύθηκε το φθινόπωρο του 1941, στην πρώτη επέτειο του «Όχι» και του πολέμου της Αλβανίας. Ήταν από τις πρώτες οργανώσεις που εμφανίστηκαν στην Αθήνα της Κατοχής. Στην κορυφή της οργάνωσης βρισκόταν το Κεντρικό Συμβούλιο – με άλλα λόγια, η ηγετική ομάδα της. Απαρτιζόταν από τους Αθανάσιο Σκούρα, πρόεδρο (και χρηματοδότη)• Κώστα Περρίκο, αντιπρόεδρο και «αρχηγό των Μαχητικών Τμημάτων»• Ιωάννη Κατεβάτη, ταμία• Γεώργιο Αλεξιάδη, «διευθυντή Τύπου και Προπαγάνδας» και τους Διονύσιο Παπαβασιλόπουλο, Νικόλαο Αιλιανό και Κωνσταντίνο Ελευθεριάδη ως μέλη. Το Κέντρο Αθηνών συντόνιζε τη δράση στην πόλη, και διευθυνόταν από τον Θεόδωρο Μπαγλανέα. Οι ομάδες του ονοματίζονταν με ένα κεφαλαίο γράμμα – π.χ. η ομάδα «Ι» είχε ως αρχηγό τον Δημήτρη Λόη. Οργανώθηκε επίσης, το Κέντρο Πειραιώς που επικέντρωνε τη δράση του στον ΟΛΠ, ενώ αργότερα, το 1943, δημιουργήθηκε το Κέντρο Καλλιθέας. Παράλληλα με τα Κέντρα Πόλεως, υπήρχαν τμήματα στο Πανεπιστήμιο, το Πολυτεχνείο, την ΑΣΟΕΕ και τη Γεωπονική. Η έκδοση των εντύπων αποτελούσε χωριστό «τμήμα» υπό την άμεση εποπτεία του Αλεξιάδη. Ακόμη, ιδιαίτερα αξιοσημείωτο ήταν το Γυναικείο Τμήμα: η ΠΕΑΝ ήταν ένας από τους αντιστασιακούς πρωτοπόρους, που υπογράμμιζαν την ισότητα αγοριών και κοριτσιών στη δράση, κάτι στο οποίο βασίστηκε η παροχή – επιτέλους – ψήφου στις γυναίκες, πολύ καθυστερημένα στη μεταπολεμική Ελλάδα.
Η ΠΕΑΝ είχε μία ιδιαίτερα έντονη παρουσία στην περιοχή Κυψέλης/Πατησίων/Αχαρνών, όπου υπάρχει μεγάλη πυκνότητα των Ομάδων της. Αντίθετα, άλλες εκτεταμένες περιοχές καλύπτονταν από μία μόνον Ομάδα: π.χ. η «Κ» του Επαμεινώνδα Σπηλιωτόπουλου – δηλαδή του σημερινού προέδρου της Ακαδημίας Αθηνών – είχε αρχικά ως τομέα δράσης τις περιοχές Κολωνακίου, Αμπελοκήπων, Ζωγράφου και το Παγκράτι, δηλαδή μια τεράστια έκταση.
Οι στόχοι της οργάνωσης συγκροτούν και το ιδεολογικό της στίγμα. Αφορούσαν, πρώτιστα, τη συνέχιση του αγώνα με κάθε μέσο – συμπεριλαμβανόμενων των δυναμικών – τη διατήρηση του υψηλού φρονήματος του λαού, την προώθηση της υπόθεσης των εθνικών διεκδικήσεων, τον στιγματισμό και την τιμωρία των δοσιλόγων και των προδοτών. Οι πολιτικοί-παιδαγωγικοί σκοποί αφορούσαν τη συστηματική πολιτική οργάνωση των νέων, την προετοιμασία για ριζική ανανέωση της μεταπολεμικής πολιτικής ζωής, αλλά και της γενναίας μεταρρύθμισης του οικονομικού και κοινωνικού καθεστώτος. Στο πλαίσιο αυτό, η ΠΕΑΝ απέρριπτε κάθε σκέψη για διχόνοια όσο διαρκούσε ο αγώνας, και τόνιζε ότι οι όποιες ιδεολογικές ή προγραμματικές διαφωνίες έπρεπε να αφεθούν για τη μεταπολεμική εποχή, όταν ο ελληνικός λαός ελεύθερα θα αποφάσιζε για το μέλλον.
Στους πρώτους μήνες της λειτουργίας της, η δράση της ΠΕΑΝ επικεντρώθηκε στην αναγραφή συνθημάτων, τη διανομή προκηρύξεων και την κυκλοφορία της εφημερίδας της, της Δόξας. Αφηγήσεις των μελών κάνουν λόγο για δύο ή τρία βράδια την εβδομάδα που ήταν αφιερωμένα σε αυτή τη δραστηριότητα – δηλαδή για μία αρκετά πυκνή δράση. Η έμφαση στην προπαγάνδα και στη διανομή της εφημερίδας ήταν, επίσης, αναμενόμενη: αφ’ ενός η οργάνωση έπρεπε να ανακοινώσει την παρουσία της, αφ’ ετέρου το φυσικό πεδίο της δραστηριοποίησής της ήταν ακριβώς ο τομέας της ενημέρωσης και της προπαγάνδας, ώστε, αν μη τι άλλο, να διατηρηθεί υψηλό το φρόνημα του λαού και να υπάρξει αντίλογος στην προπαγάνδα του κατακτητή. Κορύφωση στον τομέα της ενεργητικής πολιτικής δράσης υπήρξε η συμμετοχή των μελών της οργάνωσης στη διαδήλωση για την επέτειο της 25ης Μαρτίου 1942, κατά την οποία, μάλιστα, την ελληνική σημαία που φαίνεται στις φωτογραφίες που διασώθηκαν, κρατούσε μέλος της ΠΕΑΝ, ο φοιτητής Διονύσιος Παπαδόπουλος, ο οποίος θα εκτελεστεί μαζί με την ηγεσία της οργάνωσης στις αρχές του 1943 μετά το σαμποτάζ της ΕΣΠΟ.
Η έκδοση της εφημερίδας υπήρξε το σημαντικότερο σκέλος της δράσης της ΠΕΑΝ στο αρχικό στάδιο της δράσης της. Η Δόξα υπήρξε το αποτελεσματικότερο μέσο διάδοσης των απόψεων της οργάνωσης και γνωστοποίησης της παρουσίας της στην κατοχική Αθήνα, χάρη στη διανομή της από τις κατά συνοικία ομάδες. Υπήρχε πάντοτε ένα κύριο άρθρο, που ενσωμάτωνε είτε ένα προσκλητήριο για δράση, είτε μία ανάλυση. Ορισμένα από τα άρθρα ήταν «ενυπόγραφα», με τη χρήση της κωδικής, μυστικής ονομασίας του μέλους: π.χ. Ε2109 (Δ. Λόης). Η τόνωση του ηθικού του χειμαζόμενου λαού στις ώρες της πείνας ήταν ένα από τα βασικά θέματα της Δόξας στα πρώτα αυτά φύλλα.
Η ΠΕΑΝ, όμως, είχε και μία σημαντική ιδιομορφία. Διέθετε ένα δυναμικό σκέλος, που αποτελούνταν από δύο ομάδες δολιοφθορών. Η πρώτη, υπό την ηγεσία του Περρίκου, δρούσε στο λιμάνι του Πειραιά, σε μικρής κλίμακας σαμποτάζ. Αλλά ο Περρίκος επιζητούσε, ταυτόχρονα, και μεγάλες επιχειρήσεις που θα παρήγαγαν μείζονα πολιτικά αποτελέσματα. Φορέας αυτών των ενεργειών ήταν ο βασικός πυρήνας του δυναμικού σκέλους της οργάνωσης, ο περίφημος Ουλαμός Καταστροφών υπό την ηγεσία, και πάλι, του Περρίκου, και με μέλη τον Αντώνη Μυτιληναίο, τους ομαδάρχες Σπύρο Γαλάτη, φοιτητή της Νομικής, Νίκο Μούρτο, ιδιωτικό υπάλληλο, Νίκο Λάζαρη, φοιτητή της Νομικής, Παναγιώτη Μιχαηλίδη, φοιτητή Χημείας, τους Ιωάννη Νικολόπουλο και Γ. Παπαγιάννη, την Ιουλία Μπίμπα δασκάλα, και τον Σπύρο Στανωτά, φοιτητή της ΑΣΟΕΕ. Στην απόκρυψη των εκρηκτικών ενεπλάκησαν επίσης η Αικατερίνη Μπέσση και ο Γεώργιος Κουσουράκος. Ο Ουλαμός Καταστροφών στόχευσε κυρίως, τις οργανώσεις των Ελλήνων εθνικοσοσιαλιστών που επιδίωκαν την ενθάρρυνση φιλοναζιστικής δράσης στην Ελλάδα.
Η πρώτη μεγάλη δυναμική ενέργεια αφορούσε τα γραφεία της Οργανώσεως Εθνικοσοσιαλιστικών Δυνάμεων Ελλάδος – ΟΕΔΕ – που στεγάζονταν σε διώροφο οίκημα στην οδό Κατακουζηνού 7, μεταξύ Θεμιστοκλέους και Κάνιγγος, κοντά στην Ομόνοια. Η ανατίναξη έγινε από τους επιχείρησης στους Παναγιώτη Μιχαηλίδη και Αντώνη Μυτιληναίο Σάββατο βράδυ, στις 22 Αυγούστου 1942.
Η Εθνική Σοσιαλιστική Πατριωτική Οργανώσεως (ΕΣΠΟ) – η κύρια δοσιλογική οργάνωση –υπό την ηγεσία του ιατρού Σπύρου Στεροδήμου, διατηρούσε γραφεία σε τριώροφη οικοδομή στη γωνία Γλάδστωνος και Πατησίων. Η ΕΣΠΟ είχε ξεκινήσει την προσπάθεια να δημιουργήσει ένα ελληνικό ναζιστικό δοσιλογικό κίνημα, να μεταφέρει Έλληνες εργάτες στη Γερμανία, και να συστήσει ελληνικά ένοπλα τμήματα που θα πολεμούσαν στο ανατολικό μέτωπο εναντίον των Σοβιετικών. Μέλη της ήταν κυρίως άνθρωποι του υποκόσμου των Αθηνών, που επιζητούσαν χρηματοδότηση και προστασία από τους Γερμανούς.
Επιλέχθηκε η ημερομηνία: 20 Σεπτεμβρίου 1942. Τόπος και χρόνος συγκέντρωσης του Ουλαμού, η πλατεία Κάνιγγος, στις εννέα το πρωί. Την επιχείρηση θα συντόνιζε επί τόπου ο ίδιος ο Περρίκος. Στις οκτώ το πρωί, ο Μυτιληναίος και η Μπίμπα ξεκίνησαν από το Κουκάκι, με τη βόμβα των δέκα οκάδων σε μία πάνινη τσάντα για ψώνια, σκεπασμένη με χόρτα. Στις εννέα, συνέκλινε στην πλατεία όλος ο Ουλαμός: οι Μιχαηλίδης, Μούρτος, Λάζαρης και Στανωτάς, οπλισμένοι με περίστροφα (με μία μόνο σφαίρα...), θα κάλυπταν τους υπόλοιπους, και θα επιτηρούσαν την είσοδο του μεσοπατώματος. Τα γραφεία της ΕΣΠΟ ήταν γεμάτα από μέλη, αλλά στο μεσοπάτωμα, σε ένα δικηγορικό γραφείο υπήρχαν τέσσερα άτομα. Ο Γαλάτης ενημέρωσε τον Περρίκο, επί της οδού Πατησίων, ο οποίος αποφάσισε να περιμένουν, ώστε να μην χυθεί αίμα αθώων. Η Μπίμπα παρέμενε με την τσάντα και τη βόμβα καθισμένη στη στάση των λεωφορείων της Κάνιγγος. Πέρασαν έτσι δυόμισι ώρες, με τους ανθρώπους αυτούς να κρατούν μία βόμβα δέκα οκάδων, μέσα σε μια τσάντα με χόρτα, στο κέντρο της κατεχόμενης Αθήνας.
Στις 11.30, οι πελάτες του δικηγορικού γραφείου, αλλά και τα μέλη της ΕΣΠΟ άρχισαν να αποχωρούν. Μπροστά στον κίνδυνο να διαφύγουν, ο Περρίκος διέταξε την πραγματοποίηση της επίθεσης. Οι Μυτιληναίος και Γαλάτης τοποθέτησαν τη βόμβα και κατέβηκαν• στην είσοδο, ο Μούρτος άναψε τσιγάρο – το σύνθημα στους υπόλοιπους να φύγουν.
Ήταν περίπου μεσημέρι, όταν η μεγάλη έκρηξη συγκλόνισε την Αθήνα. Το κτίριο πήρε φωτιά. Στα ερείπια θάφτηκαν 29 μέλη της ΕΣΠΟ, 27 άλλα τραυματίστηκαν και ο ίδιος ο Στεροδήμος, τυφλωμένος και με βαρύτατα εγκαύματα, υπέκυψε λίγες ημέρες αργότερα. Η τολμηρή καταστροφή της προδοτικής οργάνωσης υπό το άπλετο φως της ημέρας, ο φρικτός θάνατος του ίδιου του Στεροδήμου, η παρουσία του κατεστραμμένου κτιρίου της στο κέντρο της Αθήνας – εικόνα συμβολική – σηματοδότησαν την ολοκληρωτική, άμεση και οριστική κατάρρευση κάθε απόπειρας να συγκροτηθεί ελληνικό εθνικοσοσιαλιστικό δοσιλογικό κίνημα. Ούτε η ΕΣΠΟ ούτε η ΟΕΔΕ επιβίωσαν από τα χτυπήματα αυτά. Έτσι, η ανατίναξη της ΕΣΠΟ δεν ήταν μία ενέργεια απλώς συμβολική, που πράγματι τόνωσε το αγωνιστικό φρόνημα του χειμαζόμενου λαού• παρήγαγε και μείζονος σημασίας πολιτικά αποτελέσματα, με την εξάλειψη του φαινομένου παρόμοιων κινημάτων και την παύση κάθε προσπάθειας να συγκροτηθεί ελληνικό τμήμα για το ανατολικό μέτωπο. Επρόκειτο για το μεγαλύτερο έως τότε σαμποτάζ σε πόλη της κατεχόμενης Ευρώπης.
Αντίθετα, αρνητική ήταν η αντίδραση δύο άλλων παραγόντων προς την ανατίναξη της ΕΣΠΟ: των Βρετανών και του ΕΑΜ. Οι βρετανικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί ύμνησαν δημοσίως το κατόρθωμα, αλλά σε ένα πιο ουσιαστικό επίπεδο, το Λονδίνο ήταν μάλλον αρνητικό. Οι Βρετανοί ενδιαφέρονταν κυρίως για τις επιπτώσεις της ελληνικής αντίστασης στο στρατιωτικό πεδίο, και γι’ αυτό σχεδίασαν και ενίσχυσαν την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοπόταμου τον Νοέμβριο του ίδιου έτους. Δεν ενδιαφέρονταν όμως για ενέργειες γενναίες μεν, αλλά που δεν «τραβούσαν» στην Ελλάδα γερμανικές στρατιωτικές μονάδες, όπως η ανατίναξη της ΕΣΠΟ. Αντίστοιχα αρνητικό ήταν το ΕΑΜ, που κατήγγειλε την ανατίναξη ως «προβοκάτσια της Γκεστάπο». Το ΕΑΜ έβλεπε παρόμοιες ενέργειες ως πρόωρες, και επομένως τις αποδοκίμαζε. Επιπλέον, φαινόταν να ανησυχεί για την αίγλη που έπαιρνε μια άλλη οργάνωση, του αστικού χώρου, που δεν βρισκόταν υπό τον έλεγχό του.
Η βεβαιότητα της αντίδρασης των κατακτητών ώθησε την ηγεσία της ΠΕΑΝ και τα μέλη του Ουλαμού να λάβουν κάποιες στοιχειώδεις προφυλάξεις: τον Οκτώβριο του 1942, με χρήματα του Α. Σκούρα, ο Περρίκος ενοικίασε ένα σπίτι στην οδό Θησέως, στο ύψος της Αγίας Ελεούσας, στην Καλλιθέα• εκεί εγκαταστάθηκε η Μπίμπα, διανυκτέρευαν οι Περρίκος και Μυτιληναίος, ενώ τελικά συγκεντρώθηκαν και άλλοι διωκόμενοι, από άλλες αντιστασιακές ομάδες. Η συγκέντρωση όλων αυτών των καταζητουμένων μέσα σε ένα οίκημα ήταν ενδεικτική της άγνοιας των συνωμοτικών κανόνων που σταθερά επεδείκνυε η ΠΕΑΝ και οι ομοειδείς οργανώσεις.
Στις 11 Νοεμβρίου 1942, μετά από προδοσία, οι Γερμανοί συνέλαβαν την ομάδα της οδού Θησέως. Συνελήφθησαν, ακόμη, την ίδια ημέρα, οι Αθανάσιος Σκούρας, Ιωάννης Κατεβάτης μαζί με τα αδέλφια του Γεράσιμο και Διονύσιο, ο Διονύσιος Παπαβασιλόπουλος, ο Νικόλαος Αιλιανός, οι Δημήτριος και Πέτρος Λόης, και η Αικατερίνη Μπέσση. Μέσα σε ένα πρωί, είχε συλληφθεί όλη σχεδόν η ηγετική ομάδα της οργάνωσης, τα περισσότερα μέλη του Ουλαμού Καταστροφών και άλλα ηγετικά στελέχη.
Λόγω έλλειψης στοιχείων, απηλλάγησαν στα τέλη του Νοεμβρίου με βούλευμα οι αδελφοί Κατεβάτη, οι αδελφοί Λόη, ο Α. Σκούρας, ο Δ. Παπαβασιλόπουλος, και ο Ν. Αιλιανός, δηλαδή τα ηγετικά στελέχη της οργάνωσης που δεν είχαν προσωπική παρουσία στην ανατίναξη της ΕΣΠΟ. Πάντως δεν αφέθηκαν ακόμη ελεύθεροι.
Οι αυτουργοί της 20ής Σεπτεμβρίου δικάστηκαν, μαζί με άλλους αντιστασιακούς, στις 31 Δεκεμβρίου 1942, στο γερμανικό στρατοδικείο που συνεδρίαζε στον «Παρνασσό». Η απόφαση προέβλεπε ποινές για τον Περρίκο δις εις θάνατο και 15 έτη κάθειρξη• για τη Μπίμπα δις εις θάνατον και 5 έτη κάθειρξη• για τον Γαλάτη εις θάνατον και 5 έτη κάθειρξη• σε ποινές κάθειρξης καταδικάστηκαν οι άλλοι.
Ούτε όμως και όσοι απηλλάγησαν με βούλευμα επρόκειτο να γλυτώσουν. Στις 7 Ιανουαρίου 1943 οι Γερμανοί εκτέλεσαν, σε αντίποινα για σαμποτάζ που είχε διενεργηθεί στον Πειραιά, τους Α. Σκούρα, Ι. Κατεβάτη, Δ. Λόη και Δ. Παπαδόπουλο. Τραγική ήταν η μοίρα της Ιουλίας Μπίμπα, η οποία μεταφέρθηκε στη Γερμανία (ή, κατ’ άλλη εκδοχή στη Βουλγαρία), όπου εκτελέστηκε με πέλεκυ.
Στις 4 Φεβρουαρίου του 1943 – κατά τρόπο ειρωνικό, την ημέρα που έφθαναν στην Αθήνα τα νέα για τη μεγάλη σοβιετική νίκη στο Στάλινγκραντ – εκτελέστηκε ο Κώστας Περρίκος. Στις ημέρες της αναμονής για την εκτέλεση, στις επιστολές του προς την οικογένειά του, η πένα του Περρίκου δεν κατέγραψε μόνον τα αισθήματα του συζύγου και του γονιού, αλλά, ταυτόχρονα, και την πολιτική του διαθήκη. Η επιστολή προς τον γιό του είναι συγκλονιστική:
Αγαπημένο μου παιδί, Μίμη μου.
Ο πατέρας σου έπεσε, για τη λευτεριά της πατρίδας μας. Έφυγε απ’ τον κόσμο με την ικανοποίηση πως αν δεν έκαμε το χρέος του όπως έπρεπε πάντως το έκαμε όσο μπορούσε. Το χρέος αυτό δεν τελειώνει ποτέ. Αν ζούσε θα εξακολουθούσε τις προσπάθειές του και κατά την περίοδο της ειρήνης. Το ρόλο αυτό επεφύλαξε η Μοίρα για σένα. Δούλεψε για να σταματήσουν οι πόλεμοι, να ευημερήσουν όλοι οι άνθρωποι, να ενωθούν τα κράτη της Ευρώπης, να ειρηνεύση και να ευτυχίση ο κόσμος. Δούλεψε για να καταργηθούν οι τεχνητοί φραγμοί που παρεμποδίζουν και σε άπειρες περιπτώσεις ματαιώνουν την πρόοδο των αξίων. Δούλεψε για την επικράτηση της Δημοκρατίας. Αφιέρωσε τη ζωή σου στην Ελλάδα και στην ανθρωπότητα.
Και το πρωί της εκτέλεσης, έγραφε στη σύζυγό του:
Εγκαταλείπω τον κόσμο χωρίς μίση και κακίες. Αγωνίσθηκα για την πατρίδα μου. Για την δική τους πατρίδα αγωνίζονται κι’ εκείνοι οι οποίοι με καταδίκασαν. Θα ήθελα το αίμα μου να μην μας χωρίση αλλά να μας ενώση στο μέλλον με τους σημερινούς αντιπάλους.
Ο Κώστας Περρίκος εκτελέστηκε μαζί τρεις άλλους αντιστασιακούς. Είναι συγκλονιστική η περιγραφή του ιερέα που τους συνόδευσε, ο οποίος σημείωσε ότι ο Περρίκος, ενώ ήταν ήδη στημένοι για εκτέλεση, στράφηκε στους Γερμανούς αξιωματικούς που διοικούσαν το απόσπασμα και τους είπε: «Είμαι Έλλην αξιωματικός• έκαμα το καθήκον μου». Εκείνοι χαιρέτισαν στρατιωτικά, και έδωσαν το παράγγελμα για πυρ.
Η ΠΕΑΝ, παρά το πλήγμα της εκτέλεσης των αρχηγών της, εξακολούθησε την πορεία της και στα επόμενα κατοχικά χρόνια, υποστηρίζοντας πάντοτε την εθνική και κοινωνική ενότητα, ακόμη και στις πολύ δύσκολες ημέρες του κατοχικού εμφυλίου πολέμου. Αλλά στο σημείο αυτό, πρέπει να αφήσουμε την οργάνωση καθαυτή και να στραφούμε στο ίδιο το πρόσωπο του Δημήτρη Λόη.
Αρχηγός μιας από τις ομάδες της ΠΕΑΝ, από τους βασικούς αρθρογράφους της εφημερίδας της, της Δόξας, υπήρξε ένας από τους μάρτυρες ενός από τους ομορφότερους αγώνες του έθνους. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η απώλεια και το πένθος, αλλά και η ευγένεια των αισθημάτων, μπορεί ακόμη και σήμερα, πάνω από 70 χρόνια μετά, να συγκλονίζει: η μάνα του δεν έμαθε τον θάνατο του παιδιού της, παρά μόνον μετά από αρκετές εβδομάδες• ο αδελφός του, Πέτρος, επίσης μέλος της ΠΕΑΝ, της απέκρυψε τον θάνατο του Δημήτρη, και αναγκαστικά της αποκάλυψε την αλήθεια όταν αυτή βρήκε μια πένθιμη γραβάτα του κρυμμένη μέσα στο σακάκι του. Και μόνο στην απελευθερωμένη Αθήνα, πρωί της 14ης Οκτωβρίου του 1944, ο Πέτρος Λόης έγραψε στον νεκρό αδελφό του μια επιστολή μεγάλο τμήμα της οποίας δημοσιεύτηκε πολύ αργότερα. Γιατί τότε μόνο, στην ελεύθερη Αθήνα μπορούσε πλέον να του μιλήσει, έστω νοερά. Αντίστοιχα ενδεικτική και η αριστουργηματική καταγραφή της Ιωάννας Τσάτσου στο ημερολόγιό της, μετά τη σύλληψη των μελών του Ουλαμού Καταστροφών:
6 Δεκέμβρη 1942
Η ανατίναξη της ΕΣΠΟ μια λύτρωση για μας, όμως μεγάλο τράνταγμα και φόβος για τους γερμανούς. Οι πατριώτες που την επιχείρησαν καθάρισαν τη χώρα από μιά ομαδική προδοσία. Είναι από τα καλύτερα παλληκάρια μας. Ο αεροπόρος Κώστας Περρίκος, αρχηγός της ΠΕΑΝ και οι φίλοι του• ο Μυτιληναίος, ο Κατεβάτης, ο Λόης, ο Σκούρας, η κοπέλλα η Μπίμπα, φύλακες της τιμής μας, αφού δεν έχομε πια γη.
Ο Δημήτρης Λόης υπήρξε μέλος της πιο αδικημένης γενιάς της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, της γενιάς του ’40. Μορφωμένο παιδί, είχε περάσει και αυτός μέσα από τη φρίκη της προηγούμενης δεκαετίας. Ένα παιδί μεγαλωμένο μέσα στην κοινωνική τραγωδία της Ελλάδας της προσφυγιάς, της χρεωκοπίας, της φτώχειας, της δικτατορίας. Τι ανάγκη είχε, άραγε, να μπλεχτεί σε αυτή την κατάσταση και να καταλήξει εκτελεσμένος; Γιατί δεν έμεινε στο σπίτι του; Ακατανόητα πράγματα για εμάς, που – περνώντας τη σημερινή κρίση, μια κρίση βαριά, αλλά πάντως συνήθη στην πορεία της ιστορίας – φτάσαμε να αμφισβητούμε αυτό που έχουμε, και που ήταν αυτό που δεν είχε εκείνος και για το οποίο θυσιάστηκε.
Λοιπόν, υπάρχει απάντηση: ο Δημήτρης Λόης και οι άνθρωποι σαν αυτόν στρατεύθηκαν σε μια ακραία εποχή – εποχή στέρησης όχι μόνον υλικής, όχι μόνον της πολιτικής αλλά και της ίδιας της εθνικής ελευθερίας. Στρατεύθηκαν, επειδή αισθάνθηκαν ότι έπρεπε να υπερασπιστούν ορισμένες αξίες. Και να αγωνιστούν για πράγματα που δεν είχαν: την ελευθερία, την κοινωνική πρόοδο, τη μετριοπάθεια – αυτό το Μέτρο με κεφαλαίο Μ που κυριαρχούσε στις διακηρύξεις της ΠΕΑΝ. Στρατεύθηκε για να υπερασπιστεί μια πατρίδα που του την καταπατούσε ο φασίστας. Στρατεύθηκε επειδή πίστευε σε κάτι: επειδή είχε πολιτική ταυτότητα, όπως καταδεικνύει η σχέση του με τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, στην οποία ο ίδιος ο Κανελλόπουλος έκανε αναφορά στο μεταγενέστερο βιβλίο του, το 1964 – ο Λόης ήταν μέλος της Εθνικής Ενωτικής Νεολαίας, του κόμματος του Κανελλόπουλου, που αποτελούσε το φυτώριο των νέων φιλελεύθερων ιδεών της γενιάς του.
Ο Λόης πέθανε, αλλά οι άνθρωποι σαν αυτόν, η γενιά του, ήταν αυτή που έχτισε, μέσα από τόσα βάσανα, την Ελλάδα της ελευθερίας και της Ευρώπης, την οποία προσδοκούσε και ο Περρίκος, γράφοντας το τελευταίο γράμμα του στη γυναίκα του, ώρα 5.20΄ το πρωί της εκτέλεσής του. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν που τα κατάφεραν. Αυτοί, σε κάθε περίπτωση, έκαναν το καθήκον τους, που ήταν και το πιο δύσκολο κομμάτι της προσπάθειας του έθνους μας. Αυτό που απομένει είναι να δούμε αν εμείς, σήμερα, είμαστε ικανοί να κάνουμε το έλασσον, και να διατηρήσουμε αυτή την κατάκτηση.
Η ΠΕΑΝ, ο Δημήτρης Λόης και ο αγώνας της ελευθερίας (1940-1942)
Ο νέος άνθρωπος στην Ελλάδα του 1941 βρισκόταν σε μια περίεργη θέση. Ήταν μέλος ενός μικρού έθνους, που είχε, πρόσφατα, γνωρίσει το μεγαλύτερο τραύμα της τρισχιλιετούς ιστορίας του με τη Μικρασιατική Καταστροφή. Είχε μεγαλώσει μέσα στην κοινωνική φρίκη της μικρασιατικής προσφυγιάς, σε ένα κράτος που είχε χρεωκοπήσει το 1932, και είχε γνωρίσει από το 1936 τη δικτατορία. Αλλά είχε βιώσει, επίσης, την ανάταση του έπους της Αλβανίας το 1940 και το μεγαλείο της απελπισμένης αλλά γενναίας αντίστασης στη γερμανική εισβολή το 1941. Παρά την κατάληψη της Ελλάδας, τελικά, από τους Γερμανούς, ο πόλεμος εκείνος δεν εσωτερικεύθηκε στις νέες γενιές ως μια αποτυχία. Αντίθετα, ακόμη και η πτώση της χώρας – αλλά μετά από έναν αγώνα πραγματικά ηρωικό – αποκάλυπτε μια ηθική υπεροχή απέναντι στις δυνάμεις της βίας και του φασισμού. Το «πνεύμα της Αλβανίας» εμπότισε την νέα γενιά του 1941, που αισθανόταν την ανάγκη να συνεχίσει τον αγώνα, τόσο για την υπεράσπιση του έθνους όσο και για την προστασία αρχών πανανθρώπινων.
Παράλληλα, η καθημερινότητα των νέων ανθρώπων της κατοχικής Αθήνας ήταν τραγική. Ζούσαν σε μια πόλη που ελεγχόταν από ξένους στρατούς, και η ανάγκη αντίδρασης στην παρουσία της ξένης στρατιωτικής στολής αποτέλεσε ένα από τα βασικά κίνητρα για την κινητοποίησή τους, όπως φαίνεται σε όλες τις μαρτυρίες τους, γραπτές και προφορικές. Στερούνταν τα βασικά αγαθά τα απαραίτητα για την επιβίωση, σε μια πόλη που βίωνε τους θανάτους από πείνα… Οι περιγραφές τους για τους νεκρούς από πείνα που έβλεπαν κάθε μέρα, όταν πήγαιναν στο σχολείο ή στο Πανεπιστήμιο, μιλούν από μόνες τους. Όλα τούτα, μαζί με την αίσθηση ότι έπρεπε τώρα οι ίδιοι να υπερασπιστούν αυτό το κράτος – αυτή την πατρίδα – που είχε καταληφθεί, τους ωθούσαν προς την αντιστασιακή δράση, η οποία μπορούσε να πάρει διάφορες μορφές.
Η νέα οργάνωση, η Πανελλήνιος Ένωσις Αγωνιζομένων Νέων (ΠΕΑΝ), ιδρύθηκε το φθινόπωρο του 1941, στην πρώτη επέτειο του «Όχι» και του πολέμου της Αλβανίας. Ήταν από τις πρώτες οργανώσεις που εμφανίστηκαν στην Αθήνα της Κατοχής. Στην κορυφή της οργάνωσης βρισκόταν το Κεντρικό Συμβούλιο – με άλλα λόγια, η ηγετική ομάδα της. Απαρτιζόταν από τους Αθανάσιο Σκούρα, πρόεδρο (και χρηματοδότη)• Κώστα Περρίκο, αντιπρόεδρο και «αρχηγό των Μαχητικών Τμημάτων»• Ιωάννη Κατεβάτη, ταμία• Γεώργιο Αλεξιάδη, «διευθυντή Τύπου και Προπαγάνδας» και τους Διονύσιο Παπαβασιλόπουλο, Νικόλαο Αιλιανό και Κωνσταντίνο Ελευθεριάδη ως μέλη. Το Κέντρο Αθηνών συντόνιζε τη δράση στην πόλη, και διευθυνόταν από τον Θεόδωρο Μπαγλανέα. Οι ομάδες του ονοματίζονταν με ένα κεφαλαίο γράμμα – π.χ. η ομάδα «Ι» είχε ως αρχηγό τον Δημήτρη Λόη. Οργανώθηκε επίσης, το Κέντρο Πειραιώς που επικέντρωνε τη δράση του στον ΟΛΠ, ενώ αργότερα, το 1943, δημιουργήθηκε το Κέντρο Καλλιθέας. Παράλληλα με τα Κέντρα Πόλεως, υπήρχαν τμήματα στο Πανεπιστήμιο, το Πολυτεχνείο, την ΑΣΟΕΕ και τη Γεωπονική. Η έκδοση των εντύπων αποτελούσε χωριστό «τμήμα» υπό την άμεση εποπτεία του Αλεξιάδη. Ακόμη, ιδιαίτερα αξιοσημείωτο ήταν το Γυναικείο Τμήμα: η ΠΕΑΝ ήταν ένας από τους αντιστασιακούς πρωτοπόρους, που υπογράμμιζαν την ισότητα αγοριών και κοριτσιών στη δράση, κάτι στο οποίο βασίστηκε η παροχή – επιτέλους – ψήφου στις γυναίκες, πολύ καθυστερημένα στη μεταπολεμική Ελλάδα.
Η ΠΕΑΝ είχε μία ιδιαίτερα έντονη παρουσία στην περιοχή Κυψέλης/Πατησίων/Αχαρνών, όπου υπάρχει μεγάλη πυκνότητα των Ομάδων της. Αντίθετα, άλλες εκτεταμένες περιοχές καλύπτονταν από μία μόνον Ομάδα: π.χ. η «Κ» του Επαμεινώνδα Σπηλιωτόπουλου – δηλαδή του σημερινού προέδρου της Ακαδημίας Αθηνών – είχε αρχικά ως τομέα δράσης τις περιοχές Κολωνακίου, Αμπελοκήπων, Ζωγράφου και το Παγκράτι, δηλαδή μια τεράστια έκταση.
Οι στόχοι της οργάνωσης συγκροτούν και το ιδεολογικό της στίγμα. Αφορούσαν, πρώτιστα, τη συνέχιση του αγώνα με κάθε μέσο – συμπεριλαμβανόμενων των δυναμικών – τη διατήρηση του υψηλού φρονήματος του λαού, την προώθηση της υπόθεσης των εθνικών διεκδικήσεων, τον στιγματισμό και την τιμωρία των δοσιλόγων και των προδοτών. Οι πολιτικοί-παιδαγωγικοί σκοποί αφορούσαν τη συστηματική πολιτική οργάνωση των νέων, την προετοιμασία για ριζική ανανέωση της μεταπολεμικής πολιτικής ζωής, αλλά και της γενναίας μεταρρύθμισης του οικονομικού και κοινωνικού καθεστώτος. Στο πλαίσιο αυτό, η ΠΕΑΝ απέρριπτε κάθε σκέψη για διχόνοια όσο διαρκούσε ο αγώνας, και τόνιζε ότι οι όποιες ιδεολογικές ή προγραμματικές διαφωνίες έπρεπε να αφεθούν για τη μεταπολεμική εποχή, όταν ο ελληνικός λαός ελεύθερα θα αποφάσιζε για το μέλλον.
Στους πρώτους μήνες της λειτουργίας της, η δράση της ΠΕΑΝ επικεντρώθηκε στην αναγραφή συνθημάτων, τη διανομή προκηρύξεων και την κυκλοφορία της εφημερίδας της, της Δόξας. Αφηγήσεις των μελών κάνουν λόγο για δύο ή τρία βράδια την εβδομάδα που ήταν αφιερωμένα σε αυτή τη δραστηριότητα – δηλαδή για μία αρκετά πυκνή δράση. Η έμφαση στην προπαγάνδα και στη διανομή της εφημερίδας ήταν, επίσης, αναμενόμενη: αφ’ ενός η οργάνωση έπρεπε να ανακοινώσει την παρουσία της, αφ’ ετέρου το φυσικό πεδίο της δραστηριοποίησής της ήταν ακριβώς ο τομέας της ενημέρωσης και της προπαγάνδας, ώστε, αν μη τι άλλο, να διατηρηθεί υψηλό το φρόνημα του λαού και να υπάρξει αντίλογος στην προπαγάνδα του κατακτητή. Κορύφωση στον τομέα της ενεργητικής πολιτικής δράσης υπήρξε η συμμετοχή των μελών της οργάνωσης στη διαδήλωση για την επέτειο της 25ης Μαρτίου 1942, κατά την οποία, μάλιστα, την ελληνική σημαία που φαίνεται στις φωτογραφίες που διασώθηκαν, κρατούσε μέλος της ΠΕΑΝ, ο φοιτητής Διονύσιος Παπαδόπουλος, ο οποίος θα εκτελεστεί μαζί με την ηγεσία της οργάνωσης στις αρχές του 1943 μετά το σαμποτάζ της ΕΣΠΟ.
Η έκδοση της εφημερίδας υπήρξε το σημαντικότερο σκέλος της δράσης της ΠΕΑΝ στο αρχικό στάδιο της δράσης της. Η Δόξα υπήρξε το αποτελεσματικότερο μέσο διάδοσης των απόψεων της οργάνωσης και γνωστοποίησης της παρουσίας της στην κατοχική Αθήνα, χάρη στη διανομή της από τις κατά συνοικία ομάδες. Υπήρχε πάντοτε ένα κύριο άρθρο, που ενσωμάτωνε είτε ένα προσκλητήριο για δράση, είτε μία ανάλυση. Ορισμένα από τα άρθρα ήταν «ενυπόγραφα», με τη χρήση της κωδικής, μυστικής ονομασίας του μέλους: π.χ. Ε2109 (Δ. Λόης). Η τόνωση του ηθικού του χειμαζόμενου λαού στις ώρες της πείνας ήταν ένα από τα βασικά θέματα της Δόξας στα πρώτα αυτά φύλλα.
Η ΠΕΑΝ, όμως, είχε και μία σημαντική ιδιομορφία. Διέθετε ένα δυναμικό σκέλος, που αποτελούνταν από δύο ομάδες δολιοφθορών. Η πρώτη, υπό την ηγεσία του Περρίκου, δρούσε στο λιμάνι του Πειραιά, σε μικρής κλίμακας σαμποτάζ. Αλλά ο Περρίκος επιζητούσε, ταυτόχρονα, και μεγάλες επιχειρήσεις που θα παρήγαγαν μείζονα πολιτικά αποτελέσματα. Φορέας αυτών των ενεργειών ήταν ο βασικός πυρήνας του δυναμικού σκέλους της οργάνωσης, ο περίφημος Ουλαμός Καταστροφών υπό την ηγεσία, και πάλι, του Περρίκου, και με μέλη τον Αντώνη Μυτιληναίο, τους ομαδάρχες Σπύρο Γαλάτη, φοιτητή της Νομικής, Νίκο Μούρτο, ιδιωτικό υπάλληλο, Νίκο Λάζαρη, φοιτητή της Νομικής, Παναγιώτη Μιχαηλίδη, φοιτητή Χημείας, τους Ιωάννη Νικολόπουλο και Γ. Παπαγιάννη, την Ιουλία Μπίμπα δασκάλα, και τον Σπύρο Στανωτά, φοιτητή της ΑΣΟΕΕ. Στην απόκρυψη των εκρηκτικών ενεπλάκησαν επίσης η Αικατερίνη Μπέσση και ο Γεώργιος Κουσουράκος. Ο Ουλαμός Καταστροφών στόχευσε κυρίως, τις οργανώσεις των Ελλήνων εθνικοσοσιαλιστών που επιδίωκαν την ενθάρρυνση φιλοναζιστικής δράσης στην Ελλάδα.
Η πρώτη μεγάλη δυναμική ενέργεια αφορούσε τα γραφεία της Οργανώσεως Εθνικοσοσιαλιστικών Δυνάμεων Ελλάδος – ΟΕΔΕ – που στεγάζονταν σε διώροφο οίκημα στην οδό Κατακουζηνού 7, μεταξύ Θεμιστοκλέους και Κάνιγγος, κοντά στην Ομόνοια. Η ανατίναξη έγινε από τους επιχείρησης στους Παναγιώτη Μιχαηλίδη και Αντώνη Μυτιληναίο Σάββατο βράδυ, στις 22 Αυγούστου 1942.
Η Εθνική Σοσιαλιστική Πατριωτική Οργανώσεως (ΕΣΠΟ) – η κύρια δοσιλογική οργάνωση –υπό την ηγεσία του ιατρού Σπύρου Στεροδήμου, διατηρούσε γραφεία σε τριώροφη οικοδομή στη γωνία Γλάδστωνος και Πατησίων. Η ΕΣΠΟ είχε ξεκινήσει την προσπάθεια να δημιουργήσει ένα ελληνικό ναζιστικό δοσιλογικό κίνημα, να μεταφέρει Έλληνες εργάτες στη Γερμανία, και να συστήσει ελληνικά ένοπλα τμήματα που θα πολεμούσαν στο ανατολικό μέτωπο εναντίον των Σοβιετικών. Μέλη της ήταν κυρίως άνθρωποι του υποκόσμου των Αθηνών, που επιζητούσαν χρηματοδότηση και προστασία από τους Γερμανούς.
Επιλέχθηκε η ημερομηνία: 20 Σεπτεμβρίου 1942. Τόπος και χρόνος συγκέντρωσης του Ουλαμού, η πλατεία Κάνιγγος, στις εννέα το πρωί. Την επιχείρηση θα συντόνιζε επί τόπου ο ίδιος ο Περρίκος. Στις οκτώ το πρωί, ο Μυτιληναίος και η Μπίμπα ξεκίνησαν από το Κουκάκι, με τη βόμβα των δέκα οκάδων σε μία πάνινη τσάντα για ψώνια, σκεπασμένη με χόρτα. Στις εννέα, συνέκλινε στην πλατεία όλος ο Ουλαμός: οι Μιχαηλίδης, Μούρτος, Λάζαρης και Στανωτάς, οπλισμένοι με περίστροφα (με μία μόνο σφαίρα...), θα κάλυπταν τους υπόλοιπους, και θα επιτηρούσαν την είσοδο του μεσοπατώματος. Τα γραφεία της ΕΣΠΟ ήταν γεμάτα από μέλη, αλλά στο μεσοπάτωμα, σε ένα δικηγορικό γραφείο υπήρχαν τέσσερα άτομα. Ο Γαλάτης ενημέρωσε τον Περρίκο, επί της οδού Πατησίων, ο οποίος αποφάσισε να περιμένουν, ώστε να μην χυθεί αίμα αθώων. Η Μπίμπα παρέμενε με την τσάντα και τη βόμβα καθισμένη στη στάση των λεωφορείων της Κάνιγγος. Πέρασαν έτσι δυόμισι ώρες, με τους ανθρώπους αυτούς να κρατούν μία βόμβα δέκα οκάδων, μέσα σε μια τσάντα με χόρτα, στο κέντρο της κατεχόμενης Αθήνας.
Στις 11.30, οι πελάτες του δικηγορικού γραφείου, αλλά και τα μέλη της ΕΣΠΟ άρχισαν να αποχωρούν. Μπροστά στον κίνδυνο να διαφύγουν, ο Περρίκος διέταξε την πραγματοποίηση της επίθεσης. Οι Μυτιληναίος και Γαλάτης τοποθέτησαν τη βόμβα και κατέβηκαν• στην είσοδο, ο Μούρτος άναψε τσιγάρο – το σύνθημα στους υπόλοιπους να φύγουν.
Ήταν περίπου μεσημέρι, όταν η μεγάλη έκρηξη συγκλόνισε την Αθήνα. Το κτίριο πήρε φωτιά. Στα ερείπια θάφτηκαν 29 μέλη της ΕΣΠΟ, 27 άλλα τραυματίστηκαν και ο ίδιος ο Στεροδήμος, τυφλωμένος και με βαρύτατα εγκαύματα, υπέκυψε λίγες ημέρες αργότερα. Η τολμηρή καταστροφή της προδοτικής οργάνωσης υπό το άπλετο φως της ημέρας, ο φρικτός θάνατος του ίδιου του Στεροδήμου, η παρουσία του κατεστραμμένου κτιρίου της στο κέντρο της Αθήνας – εικόνα συμβολική – σηματοδότησαν την ολοκληρωτική, άμεση και οριστική κατάρρευση κάθε απόπειρας να συγκροτηθεί ελληνικό εθνικοσοσιαλιστικό δοσιλογικό κίνημα. Ούτε η ΕΣΠΟ ούτε η ΟΕΔΕ επιβίωσαν από τα χτυπήματα αυτά. Έτσι, η ανατίναξη της ΕΣΠΟ δεν ήταν μία ενέργεια απλώς συμβολική, που πράγματι τόνωσε το αγωνιστικό φρόνημα του χειμαζόμενου λαού• παρήγαγε και μείζονος σημασίας πολιτικά αποτελέσματα, με την εξάλειψη του φαινομένου παρόμοιων κινημάτων και την παύση κάθε προσπάθειας να συγκροτηθεί ελληνικό τμήμα για το ανατολικό μέτωπο. Επρόκειτο για το μεγαλύτερο έως τότε σαμποτάζ σε πόλη της κατεχόμενης Ευρώπης.
Αντίθετα, αρνητική ήταν η αντίδραση δύο άλλων παραγόντων προς την ανατίναξη της ΕΣΠΟ: των Βρετανών και του ΕΑΜ. Οι βρετανικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί ύμνησαν δημοσίως το κατόρθωμα, αλλά σε ένα πιο ουσιαστικό επίπεδο, το Λονδίνο ήταν μάλλον αρνητικό. Οι Βρετανοί ενδιαφέρονταν κυρίως για τις επιπτώσεις της ελληνικής αντίστασης στο στρατιωτικό πεδίο, και γι’ αυτό σχεδίασαν και ενίσχυσαν την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοπόταμου τον Νοέμβριο του ίδιου έτους. Δεν ενδιαφέρονταν όμως για ενέργειες γενναίες μεν, αλλά που δεν «τραβούσαν» στην Ελλάδα γερμανικές στρατιωτικές μονάδες, όπως η ανατίναξη της ΕΣΠΟ. Αντίστοιχα αρνητικό ήταν το ΕΑΜ, που κατήγγειλε την ανατίναξη ως «προβοκάτσια της Γκεστάπο». Το ΕΑΜ έβλεπε παρόμοιες ενέργειες ως πρόωρες, και επομένως τις αποδοκίμαζε. Επιπλέον, φαινόταν να ανησυχεί για την αίγλη που έπαιρνε μια άλλη οργάνωση, του αστικού χώρου, που δεν βρισκόταν υπό τον έλεγχό του.
Η βεβαιότητα της αντίδρασης των κατακτητών ώθησε την ηγεσία της ΠΕΑΝ και τα μέλη του Ουλαμού να λάβουν κάποιες στοιχειώδεις προφυλάξεις: τον Οκτώβριο του 1942, με χρήματα του Α. Σκούρα, ο Περρίκος ενοικίασε ένα σπίτι στην οδό Θησέως, στο ύψος της Αγίας Ελεούσας, στην Καλλιθέα• εκεί εγκαταστάθηκε η Μπίμπα, διανυκτέρευαν οι Περρίκος και Μυτιληναίος, ενώ τελικά συγκεντρώθηκαν και άλλοι διωκόμενοι, από άλλες αντιστασιακές ομάδες. Η συγκέντρωση όλων αυτών των καταζητουμένων μέσα σε ένα οίκημα ήταν ενδεικτική της άγνοιας των συνωμοτικών κανόνων που σταθερά επεδείκνυε η ΠΕΑΝ και οι ομοειδείς οργανώσεις.
Στις 11 Νοεμβρίου 1942, μετά από προδοσία, οι Γερμανοί συνέλαβαν την ομάδα της οδού Θησέως. Συνελήφθησαν, ακόμη, την ίδια ημέρα, οι Αθανάσιος Σκούρας, Ιωάννης Κατεβάτης μαζί με τα αδέλφια του Γεράσιμο και Διονύσιο, ο Διονύσιος Παπαβασιλόπουλος, ο Νικόλαος Αιλιανός, οι Δημήτριος και Πέτρος Λόης, και η Αικατερίνη Μπέσση. Μέσα σε ένα πρωί, είχε συλληφθεί όλη σχεδόν η ηγετική ομάδα της οργάνωσης, τα περισσότερα μέλη του Ουλαμού Καταστροφών και άλλα ηγετικά στελέχη.
Λόγω έλλειψης στοιχείων, απηλλάγησαν στα τέλη του Νοεμβρίου με βούλευμα οι αδελφοί Κατεβάτη, οι αδελφοί Λόη, ο Α. Σκούρας, ο Δ. Παπαβασιλόπουλος, και ο Ν. Αιλιανός, δηλαδή τα ηγετικά στελέχη της οργάνωσης που δεν είχαν προσωπική παρουσία στην ανατίναξη της ΕΣΠΟ. Πάντως δεν αφέθηκαν ακόμη ελεύθεροι.
Οι αυτουργοί της 20ής Σεπτεμβρίου δικάστηκαν, μαζί με άλλους αντιστασιακούς, στις 31 Δεκεμβρίου 1942, στο γερμανικό στρατοδικείο που συνεδρίαζε στον «Παρνασσό». Η απόφαση προέβλεπε ποινές για τον Περρίκο δις εις θάνατο και 15 έτη κάθειρξη• για τη Μπίμπα δις εις θάνατον και 5 έτη κάθειρξη• για τον Γαλάτη εις θάνατον και 5 έτη κάθειρξη• σε ποινές κάθειρξης καταδικάστηκαν οι άλλοι.
Ούτε όμως και όσοι απηλλάγησαν με βούλευμα επρόκειτο να γλυτώσουν. Στις 7 Ιανουαρίου 1943 οι Γερμανοί εκτέλεσαν, σε αντίποινα για σαμποτάζ που είχε διενεργηθεί στον Πειραιά, τους Α. Σκούρα, Ι. Κατεβάτη, Δ. Λόη και Δ. Παπαδόπουλο. Τραγική ήταν η μοίρα της Ιουλίας Μπίμπα, η οποία μεταφέρθηκε στη Γερμανία (ή, κατ’ άλλη εκδοχή στη Βουλγαρία), όπου εκτελέστηκε με πέλεκυ.
Στις 4 Φεβρουαρίου του 1943 – κατά τρόπο ειρωνικό, την ημέρα που έφθαναν στην Αθήνα τα νέα για τη μεγάλη σοβιετική νίκη στο Στάλινγκραντ – εκτελέστηκε ο Κώστας Περρίκος. Στις ημέρες της αναμονής για την εκτέλεση, στις επιστολές του προς την οικογένειά του, η πένα του Περρίκου δεν κατέγραψε μόνον τα αισθήματα του συζύγου και του γονιού, αλλά, ταυτόχρονα, και την πολιτική του διαθήκη. Η επιστολή προς τον γιό του είναι συγκλονιστική:
Αγαπημένο μου παιδί, Μίμη μου.
Ο πατέρας σου έπεσε, για τη λευτεριά της πατρίδας μας. Έφυγε απ’ τον κόσμο με την ικανοποίηση πως αν δεν έκαμε το χρέος του όπως έπρεπε πάντως το έκαμε όσο μπορούσε. Το χρέος αυτό δεν τελειώνει ποτέ. Αν ζούσε θα εξακολουθούσε τις προσπάθειές του και κατά την περίοδο της ειρήνης. Το ρόλο αυτό επεφύλαξε η Μοίρα για σένα. Δούλεψε για να σταματήσουν οι πόλεμοι, να ευημερήσουν όλοι οι άνθρωποι, να ενωθούν τα κράτη της Ευρώπης, να ειρηνεύση και να ευτυχίση ο κόσμος. Δούλεψε για να καταργηθούν οι τεχνητοί φραγμοί που παρεμποδίζουν και σε άπειρες περιπτώσεις ματαιώνουν την πρόοδο των αξίων. Δούλεψε για την επικράτηση της Δημοκρατίας. Αφιέρωσε τη ζωή σου στην Ελλάδα και στην ανθρωπότητα.
Και το πρωί της εκτέλεσης, έγραφε στη σύζυγό του:
Εγκαταλείπω τον κόσμο χωρίς μίση και κακίες. Αγωνίσθηκα για την πατρίδα μου. Για την δική τους πατρίδα αγωνίζονται κι’ εκείνοι οι οποίοι με καταδίκασαν. Θα ήθελα το αίμα μου να μην μας χωρίση αλλά να μας ενώση στο μέλλον με τους σημερινούς αντιπάλους.
Ο Κώστας Περρίκος εκτελέστηκε μαζί τρεις άλλους αντιστασιακούς. Είναι συγκλονιστική η περιγραφή του ιερέα που τους συνόδευσε, ο οποίος σημείωσε ότι ο Περρίκος, ενώ ήταν ήδη στημένοι για εκτέλεση, στράφηκε στους Γερμανούς αξιωματικούς που διοικούσαν το απόσπασμα και τους είπε: «Είμαι Έλλην αξιωματικός• έκαμα το καθήκον μου». Εκείνοι χαιρέτισαν στρατιωτικά, και έδωσαν το παράγγελμα για πυρ.
Η ΠΕΑΝ, παρά το πλήγμα της εκτέλεσης των αρχηγών της, εξακολούθησε την πορεία της και στα επόμενα κατοχικά χρόνια, υποστηρίζοντας πάντοτε την εθνική και κοινωνική ενότητα, ακόμη και στις πολύ δύσκολες ημέρες του κατοχικού εμφυλίου πολέμου. Αλλά στο σημείο αυτό, πρέπει να αφήσουμε την οργάνωση καθαυτή και να στραφούμε στο ίδιο το πρόσωπο του Δημήτρη Λόη.
Αρχηγός μιας από τις ομάδες της ΠΕΑΝ, από τους βασικούς αρθρογράφους της εφημερίδας της, της Δόξας, υπήρξε ένας από τους μάρτυρες ενός από τους ομορφότερους αγώνες του έθνους. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η απώλεια και το πένθος, αλλά και η ευγένεια των αισθημάτων, μπορεί ακόμη και σήμερα, πάνω από 70 χρόνια μετά, να συγκλονίζει: η μάνα του δεν έμαθε τον θάνατο του παιδιού της, παρά μόνον μετά από αρκετές εβδομάδες• ο αδελφός του, Πέτρος, επίσης μέλος της ΠΕΑΝ, της απέκρυψε τον θάνατο του Δημήτρη, και αναγκαστικά της αποκάλυψε την αλήθεια όταν αυτή βρήκε μια πένθιμη γραβάτα του κρυμμένη μέσα στο σακάκι του. Και μόνο στην απελευθερωμένη Αθήνα, πρωί της 14ης Οκτωβρίου του 1944, ο Πέτρος Λόης έγραψε στον νεκρό αδελφό του μια επιστολή μεγάλο τμήμα της οποίας δημοσιεύτηκε πολύ αργότερα. Γιατί τότε μόνο, στην ελεύθερη Αθήνα μπορούσε πλέον να του μιλήσει, έστω νοερά. Αντίστοιχα ενδεικτική και η αριστουργηματική καταγραφή της Ιωάννας Τσάτσου στο ημερολόγιό της, μετά τη σύλληψη των μελών του Ουλαμού Καταστροφών:
6 Δεκέμβρη 1942
Η ανατίναξη της ΕΣΠΟ μια λύτρωση για μας, όμως μεγάλο τράνταγμα και φόβος για τους γερμανούς. Οι πατριώτες που την επιχείρησαν καθάρισαν τη χώρα από μιά ομαδική προδοσία. Είναι από τα καλύτερα παλληκάρια μας. Ο αεροπόρος Κώστας Περρίκος, αρχηγός της ΠΕΑΝ και οι φίλοι του• ο Μυτιληναίος, ο Κατεβάτης, ο Λόης, ο Σκούρας, η κοπέλλα η Μπίμπα, φύλακες της τιμής μας, αφού δεν έχομε πια γη.
Ο Δημήτρης Λόης υπήρξε μέλος της πιο αδικημένης γενιάς της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, της γενιάς του ’40. Μορφωμένο παιδί, είχε περάσει και αυτός μέσα από τη φρίκη της προηγούμενης δεκαετίας. Ένα παιδί μεγαλωμένο μέσα στην κοινωνική τραγωδία της Ελλάδας της προσφυγιάς, της χρεωκοπίας, της φτώχειας, της δικτατορίας. Τι ανάγκη είχε, άραγε, να μπλεχτεί σε αυτή την κατάσταση και να καταλήξει εκτελεσμένος; Γιατί δεν έμεινε στο σπίτι του; Ακατανόητα πράγματα για εμάς, που – περνώντας τη σημερινή κρίση, μια κρίση βαριά, αλλά πάντως συνήθη στην πορεία της ιστορίας – φτάσαμε να αμφισβητούμε αυτό που έχουμε, και που ήταν αυτό που δεν είχε εκείνος και για το οποίο θυσιάστηκε.
Λοιπόν, υπάρχει απάντηση: ο Δημήτρης Λόης και οι άνθρωποι σαν αυτόν στρατεύθηκαν σε μια ακραία εποχή – εποχή στέρησης όχι μόνον υλικής, όχι μόνον της πολιτικής αλλά και της ίδιας της εθνικής ελευθερίας. Στρατεύθηκαν, επειδή αισθάνθηκαν ότι έπρεπε να υπερασπιστούν ορισμένες αξίες. Και να αγωνιστούν για πράγματα που δεν είχαν: την ελευθερία, την κοινωνική πρόοδο, τη μετριοπάθεια – αυτό το Μέτρο με κεφαλαίο Μ που κυριαρχούσε στις διακηρύξεις της ΠΕΑΝ. Στρατεύθηκε για να υπερασπιστεί μια πατρίδα που του την καταπατούσε ο φασίστας. Στρατεύθηκε επειδή πίστευε σε κάτι: επειδή είχε πολιτική ταυτότητα, όπως καταδεικνύει η σχέση του με τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, στην οποία ο ίδιος ο Κανελλόπουλος έκανε αναφορά στο μεταγενέστερο βιβλίο του, το 1964 – ο Λόης ήταν μέλος της Εθνικής Ενωτικής Νεολαίας, του κόμματος του Κανελλόπουλου, που αποτελούσε το φυτώριο των νέων φιλελεύθερων ιδεών της γενιάς του.
Ο Λόης πέθανε, αλλά οι άνθρωποι σαν αυτόν, η γενιά του, ήταν αυτή που έχτισε, μέσα από τόσα βάσανα, την Ελλάδα της ελευθερίας και της Ευρώπης, την οποία προσδοκούσε και ο Περρίκος, γράφοντας το τελευταίο γράμμα του στη γυναίκα του, ώρα 5.20΄ το πρωί της εκτέλεσής του. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν που τα κατάφεραν. Αυτοί, σε κάθε περίπτωση, έκαναν το καθήκον τους, που ήταν και το πιο δύσκολο κομμάτι της προσπάθειας του έθνους μας. Αυτό που απομένει είναι να δούμε αν εμείς, σήμερα, είμαστε ικανοί να κάνουμε το έλασσον, και να διατηρήσουμε αυτή την κατάκτηση.