Η Μαρίζα Κωχ έχει ζήσει μια πολύ πιο συναρπαστική ζωή από αυτήν που φαντάζεσαι! Τραγουδίστρια. Γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Μεγάλωσε στη Σαντορίνη. Μία περίοδο κυκλοφορούσε ξυπόλυτη στην Αθήνα.
Ήρθα στη ζωή στο τέλος του πολέμου. Ο πατέρας μου ήταν Γερμανός και το «έρως ανίκατε μάχαν» ίσχυε και για τη μητέρα μου στην καταπληκτική ιστορία τους. Είχε έρθει από τη Σαντορίνη στην Αθήνα για να βγάλει φωτογραφίες, τις «εβδομαδιαίες», όπως τις έλεγαν τότε. Ήταν κακό για μια κοπέλα να κυκλοφορούν δεξιά κι αριστερά φωτογραφίες της, οπότε έπρεπε απαραιτήτως να περιμένει μέχρι να εμφανιστούν, να τυπωθούν και να τις πάρει – διαδικασία που κρατούσε μία εβδομάδα περίπου. Ο φωτογράφος, εντυπωσιασμένος από την ομορφιά της –είχε κατάμαυρα, άφρο λουκ μαλλιά και καταγάλανα μάτια– την έκανε, χωρίς να τη ρωτήσει, μεγάλο κάδρο στη βιτρίνα του μαγαζιού του. Εκεί δίπλα είχε και το γραφείο του ο πατέρας μου, ο Βίλι Κωχ, αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού των Γερμανών. Περνάει μια μέρα, βλέπει τη φωτογραφία της μάνας μου, μπαίνει μέσα, αρχίζει να ρωτάει. «Πού την ξέρουμε αυτή;». Και μετά: «Παίρνω τις φωτογραφίες της κι όταν θα έρθει να της ζητήσει, θα με φωνάξεις εμένα να της τις δώσω». Έτσι έγινε. Τον βλέπει η μάνα μου, τρομάζει, κάνει μια κίνηση να του πάρει τις φωτογραφίες, γιατί θα έχανε και το πλοίο, αλλά αυτός της λέει με νοήματα «την άλλη βδομάδα εδώ πάλι». Πάει το πλοίο! Όντως την άλλη βδομάδα ο Βίλι περίμενε τη Μαργαρίτα καθισμένος στο παγκάκι της πλατείας Καρύτση. «Κάτσε» της λέει, «δεν κάθομαι», μέχρι που αυτός αρχίζει να της μιλάει αρχαία ελληνικά. Η μάνα μου πάλι, ως κόρη παπά, θυμόταν τη γλώσσα του Ευαγγελίου κι έτσι ξεκίνησαν διάλογο. Πάνω σ' εκείνο τον διάλογο τα μάτια τους συναντήθηκαν και τότε η μάνα μου παρακαλούσε μέσα της να μην της δώσει τις φωτογραφίες ώστε να ξαναβρεθούν την επόμενη εβδομάδα. Ακολούθησαν κι άλλες εβδομάδες για να καταλάβουν ότι ήθελαν να ζήσουν μαζί. Στα τρία χρόνια που έμειναν μαζί γεννηθήκαμε η αδερφή μου κι εγώ. Τελευταίο μήνυμα που πήρε η μάνα μου από τον πατέρα μου ήταν από τα κρατητήρια του Πειραματικού Γυμνασίου στο Κολωνάκι, όπου οι Ες-Ες φυλάκιζαν όσους Γερμανούς στρατιώτες είχαν κάνει οικογένεια με Ελληνίδες. Κατά την οπισθοχώρηση, όταν οι Γερμανοί άδειαζαν το κτίριο κι εγκατέλειπαν την Αθήνα, νέοι επονίτες είχαν ανέβει στο καμπαναριό του Αγίου Διονύση του Αρεοπαγίτη και πυροβολούσαν. Μεταξύ τους και ο Νίκος Κούνδουρος, ο οποίος, πολλά χρόνια μετά, στη συναυλία της Μεταπολίτευσης, μου αφηγήθηκε πως στα κρατητήρια βρήκαν τα πτώματα πολλών Γερμανών αξιωματικών που οι δικοί τους άφησαν πίσω, αποχωρώντας ηττημένοι. Πάω πάλι πίσω και θυμάμαι τον Αντενάουερ που είχε έρθει στη Σαντορίνη με αφορμή τις γερμανικές ανασκαφές στην αρχαία Θήρα. Έντυσαν με τα καλά μας εμένα και την αδερφή μου, μας έδωσαν κι από μια τεράστια ανθοδέσμη να του προσφέρουμε κι όταν αυτός μας χάιδεψε το κεφάλι, του είπε ο δάσκαλος του χωριού: «Να οι γόνοι σας που έμειναν πίσω». Κουβέντα δεν είπε ο Γερμανός! Πηγή: www.lifo.gr 15.1.2014
Ήρθα στη ζωή στο τέλος του πολέμου. Ο πατέρας μου ήταν Γερμανός και το «έρως ανίκατε μάχαν» ίσχυε και για τη μητέρα μου στην καταπληκτική ιστορία τους. Είχε έρθει από τη Σαντορίνη στην Αθήνα για να βγάλει φωτογραφίες, τις «εβδομαδιαίες», όπως τις έλεγαν τότε. Ήταν κακό για μια κοπέλα να κυκλοφορούν δεξιά κι αριστερά φωτογραφίες της, οπότε έπρεπε απαραιτήτως να περιμένει μέχρι να εμφανιστούν, να τυπωθούν και να τις πάρει – διαδικασία που κρατούσε μία εβδομάδα περίπου. Ο φωτογράφος, εντυπωσιασμένος από την ομορφιά της –είχε κατάμαυρα, άφρο λουκ μαλλιά και καταγάλανα μάτια– την έκανε, χωρίς να τη ρωτήσει, μεγάλο κάδρο στη βιτρίνα του μαγαζιού του. Εκεί δίπλα είχε και το γραφείο του ο πατέρας μου, ο Βίλι Κωχ, αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού των Γερμανών. Περνάει μια μέρα, βλέπει τη φωτογραφία της μάνας μου, μπαίνει μέσα, αρχίζει να ρωτάει. «Πού την ξέρουμε αυτή;». Και μετά: «Παίρνω τις φωτογραφίες της κι όταν θα έρθει να της ζητήσει, θα με φωνάξεις εμένα να της τις δώσω». Έτσι έγινε. Τον βλέπει η μάνα μου, τρομάζει, κάνει μια κίνηση να του πάρει τις φωτογραφίες, γιατί θα έχανε και το πλοίο, αλλά αυτός της λέει με νοήματα «την άλλη βδομάδα εδώ πάλι». Πάει το πλοίο! Όντως την άλλη βδομάδα ο Βίλι περίμενε τη Μαργαρίτα καθισμένος στο παγκάκι της πλατείας Καρύτση. «Κάτσε» της λέει, «δεν κάθομαι», μέχρι που αυτός αρχίζει να της μιλάει αρχαία ελληνικά. Η μάνα μου πάλι, ως κόρη παπά, θυμόταν τη γλώσσα του Ευαγγελίου κι έτσι ξεκίνησαν διάλογο. Πάνω σ' εκείνο τον διάλογο τα μάτια τους συναντήθηκαν και τότε η μάνα μου παρακαλούσε μέσα της να μην της δώσει τις φωτογραφίες ώστε να ξαναβρεθούν την επόμενη εβδομάδα. Ακολούθησαν κι άλλες εβδομάδες για να καταλάβουν ότι ήθελαν να ζήσουν μαζί. Στα τρία χρόνια που έμειναν μαζί γεννηθήκαμε η αδερφή μου κι εγώ. Τελευταίο μήνυμα που πήρε η μάνα μου από τον πατέρα μου ήταν από τα κρατητήρια του Πειραματικού Γυμνασίου στο Κολωνάκι, όπου οι Ες-Ες φυλάκιζαν όσους Γερμανούς στρατιώτες είχαν κάνει οικογένεια με Ελληνίδες. Κατά την οπισθοχώρηση, όταν οι Γερμανοί άδειαζαν το κτίριο κι εγκατέλειπαν την Αθήνα, νέοι επονίτες είχαν ανέβει στο καμπαναριό του Αγίου Διονύση του Αρεοπαγίτη και πυροβολούσαν. Μεταξύ τους και ο Νίκος Κούνδουρος, ο οποίος, πολλά χρόνια μετά, στη συναυλία της Μεταπολίτευσης, μου αφηγήθηκε πως στα κρατητήρια βρήκαν τα πτώματα πολλών Γερμανών αξιωματικών που οι δικοί τους άφησαν πίσω, αποχωρώντας ηττημένοι. Πάω πάλι πίσω και θυμάμαι τον Αντενάουερ που είχε έρθει στη Σαντορίνη με αφορμή τις γερμανικές ανασκαφές στην αρχαία Θήρα. Έντυσαν με τα καλά μας εμένα και την αδερφή μου, μας έδωσαν κι από μια τεράστια ανθοδέσμη να του προσφέρουμε κι όταν αυτός μας χάιδεψε το κεφάλι, του είπε ο δάσκαλος του χωριού: «Να οι γόνοι σας που έμειναν πίσω». Κουβέντα δεν είπε ο Γερμανός! Πηγή: www.lifo.gr 15.1.2014